Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
ηίαση, θεραπεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ίασις, το γ- από τη συνίζηση του συμπλέγματος ια - (πρβλ. ιατρός -γιατρός)].