γιάση

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

η
ίαση, θεραπεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίασις, το γ- από τη συνίζηση του συμπλέγματος ια - (πρβλ. ιατρός -γιατρός)].