δικαιοπραγής

From LSJ
Revision as of 17:38, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαιοπρᾱγής Medium diacritics: δικαιοπραγής Low diacritics: δικαιοπραγής Capitals: ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΓΗΣ
Transliteration A: dikaiopragḗs Transliteration B: dikaiopragēs Transliteration C: dikaiopragis Beta Code: dikaiopragh/s

English (LSJ)

ές, A acting justly, PSI1.76.5 (vi A. D.), Sch.Ar.Av.1354, Suid. s.v. ἀντιπελαργεῖν.

German (Pape)

[Seite 626] ές, gerecht handelnd, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιοπραγής: -ές, δίκαια πράττων, δίκαιος, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀντιπελαργεῖν.

Spanish (DGE)

-ές
que obra rectamente, de recta conducta, βασιλεία PSI 76.5 (VI d.C.), τὸ εὐῶδες ... ὑμῶν δικαιοπραγὲς πρόβλημα PMasp.5.7 (VI d.C.), fig. del comportamiento de algunos anim., Sch.Ar.Au.1354a, Sud.s.u. ἀντιπελαργεῖν
neutr. compar. subst. sentido de la justicia αὐτῆς τὸ μισοπόνηρον ἐν ἅπασι καὶ πολ[υμ] ελὲς αὐτῆς δικαι[ο] πραγέστερον PMasp.279.11 (VI d.C.).

Greek Monolingual

δικαιοπραγής, -ές (Α)
αυτός που ενεργεί δίκαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + -πραγής < θ. πραγ-, πρβλ. πράγ-μα (πράσσω / πράττω)].