Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επωτίδα

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

η (AM ἐπωτίς)
πληθ. επωτίδες
δοκοί που προεξέχουν στις δύο πλευρές της πρώρας πλοίου για να κρεμιέται η άγκυρα
νεοελλ.
1. προεκβολή ξύλου ή σίδερου στο τοίχωμα πλοίου, όπου στερεώνουν ή κρεμούν αντικείμενα
αρχ.-μσν.
1. λαβή ποτηριού
2. εξάρτημα πετροβόλου μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ους, ωτ-ός + κατάλ. -ις (πρβλ. επ-ωμ-ίς)].