φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
εὔειλος, -ον (Α)ευήλιος, προσήλιος, ηλιόλουστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ειλος (< είλη «ηλιακή θερμότητα»), πρβλ. ά-ειλος, πρόσ-ειλος).