εὔαθλος

From LSJ
Revision as of 09:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔαθλος Medium diacritics: εὔαθλος Low diacritics: εύαθλος Capitals: ΕΥΑΘΛΟΣ
Transliteration A: eúathlos Transliteration B: euathlos Transliteration C: eyathlos Beta Code: eu)/aqlos

English (LSJ)

ον, A successful in contests, Pi.I.6(5).3. II happily won, γέρα APl.5.363.

German (Pape)

[Seite 1055] glücklich kämpfend, Pind. I. 5, 3.

Greek (Liddell-Scott)

εὔαθλος: -ον, ὁ εὐδοκιμῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πίνδ. Ι. 5 (6). 3· ὡς ὄνομα κύριον ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 710. ΙΙ. ὁ καλῶς κερδηθείς, εὐάθλων γεράων Ἀνθ. Πλαν. 4. 363.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui combat avec honneur ou succès;
2 glorieusement disputé.
Étymologie: εὖ, ἆθλον.

Greek Monolingual

εὔαθλος και εὐάεθλος, -ον (Α)
1. αυτός που αγωνίζεται με επιτυχία, ο νικητής («κίρναμεν... εὐαέθλου γενεᾱς ὕπερ», Πίνδ.)
2. αυτός που κερδήθηκε σε νίκη («εὐάθλων γεράων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αθλος (< άθλον), πρβλ. πέντ-αθλος].

Greek Monotonic

εὔαθλος: -ον, αυτός που έχει κερδηθεί με θεμιτό τρόπο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔαθλος: успешно борющийся, побеждающий Pind.

Middle Liddell

εὔ-αθλος, ον
happily won, Anth.