οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
ο (Α ζευκτήρ, θηλ. ζεύκτειρα)
ιμάντας με τον οποίο δένεται το βόδι στον ζυγό
αρχ.
1. αυτός που ενώνει δύο ζώα κάτω από τον ίδιο ζυγό
2. θηλ. «ζεύκτειρα» — επίθετο της Αφροδίτης, της θεάς του γάμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζευκ-τήρ < ζευγ-κτήρ < ζεύγνυμι
πρβλ. και αρχ. ινδ. yoktar-].