ημιαναίσθητος

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που πάσχει από ημιαναισθησία
2. αυτός που έχει χάσει τις αισθήσεις του
α) σχεδόν αναίσθητος, απαθής, αδιάφορος
β) λιπόθυμος, λιποθυμισμένος.
επίρρ...
ημιαναισθήτως και -α
με ημιαναίσθητο τρόπο, σχεδόν αναίσθητα, λιποθυμισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + αν-αίσθητος (< αν
στερητικό + -αισθητος < αισθάνομαι, πρβλ. αν-επ-αίσθητος, ευ-αίσθητος). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία].