ημιαναίσθητος

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που πάσχει από ημιαναισθησία
2. αυτός που έχει χάσει τις αισθήσεις του
α) σχεδόν αναίσθητος, απαθής, αδιάφορος
β) λιπόθυμος, λιποθυμισμένος.
επίρρ...
ημιαναισθήτως και -α
με ημιαναίσθητο τρόπο, σχεδόν αναίσθητα, λιποθυμισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + αν-αίσθητος (< αν
στερητικό + -αισθητος < αισθάνομαι, πρβλ. αν-επ-αίσθητος, ευ-αίσθητος). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία].