ιεροκόμος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
ἱεροκόμος, ὁ (Α)
επιμελητής ναού, νεωκόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -κόμος (< κομώ)
πρβλ. ανθο-κόμος, ιππο-κόμος].