ιστιούχος

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

ο
ναυτ. σχοινί τεντωμένο κατά μήκος του ιστού πάνω στο οποίο προσδένεται στο ιστίο, κν. βαρδαβέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. ευν-ούχος, κλειδ-ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].