καινολόγος
From LSJ
Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut
English (LSJ)
ον, A using new phrases, ποιητής Eust.1801.27.
German (Pape)
[Seite 1294] auf neue, ungewöhnliche Weise redend, Eust. 1801, 27.
Greek Monolingual
καινολόγος, -ον (Α)
αυτός που χρησιμοποιεί νέο λεκτικό, νέα φρασεολογία («καινολόγος ποιητής», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. μυθο-λόγος, ψευδο-λόγος.