καλοεργός

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοεργός Medium diacritics: καλοεργός Low diacritics: καλοεργός Capitals: ΚΑΛΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: kaloergós Transliteration B: kaloergos Transliteration C: kaloergos Beta Code: kaloergo/s

English (LSJ)

όν, A well-doing, good, Man.1.256.

German (Pape)

[Seite 1312] schön, gut handelnd, Man. 1, 256. 354.

Greek (Liddell-Scott)

καλοεργός: -όν, ὁ τὸ καλῶν ποιῶν, ἀγαθοεργός, Μανέθων 1. 256.

Greek Monolingual

ο (Μ καλοεργός)
νεοελλ.
το φόβητρο τών πουλιών που βάζουν στους αγρούς, σκιάχτρο
μσν.
αυτός που κάνει το καλό, αγαθοεργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο-εργός, κακο-εργός].