καμπανίτης
From LSJ
ο
αφρώδης οίνος, που παραγόταν αρχικά στη γαλλική Καμπανία, σαμπάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Καμπανία (μεταφορά στην ελλ. του γαλλ. τοπωνυμίου Champagne) + κατάλ. -ίτης, πρβλ. ανατολίτης, ρητιν-ίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].