καφενείο
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
Greek Monolingual
το
κατάστημα στο οποίο προσφέρεται καφές και άλλα ποτά, καθώς και γλυκά, και όπου μπορούν οι πελάτες να παίξουν διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καφενές + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μαγειρ-είον, ταβερν-είον). Η λ., στον λόγιο τ. καφενεῑον, μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν νεοελληνικής διαλέκτου του Σκαρλάτου Βυζάντιου].