τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
Full diacritics: κεφᾰλόβρωτος | Medium diacritics: κεφαλόβρωτος | Low diacritics: κεφαλόβρωτος | Capitals: ΚΕΦΑΛΟΒΡΩΤΟΣ |
Transliteration A: kephalóbrōtos | Transliteration B: kephalobrōtos | Transliteration C: kefalovrotos | Beta Code: kefalo/brwtos |
ον, A eaten away at the top, (βιβλία) Arch.Pap.6.101 (ii A.D.).
κεφαλόθρωτος, -ον (Α)
πάπ. (για βιβλία) ο φαγωμένος στην κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. ημί-βρωτος, καρπό-βρωτος].