κλινάς

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source

German (Pape)

[Seite 1453] άδος, ἡ, das Tischlager, -polster, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

κλινάς: -άδος, ἡ, προσκεφάλαιον ἐπὶ ἀνακλίντρου, Εὐσ. Βίος Κωνστ. 3. 15.

Greek Monolingual

κλινάς, -άδος, ἡ (Α)
κλινοειδές κάθισμα, ανάκλιντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + κατάλ. -άς (πρβλ. δρομ-άς, ικμ-άς)].