κολλοειδής

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που έχει μορφή κόλλας, πηκτώδης, κολλώδης
2. φρ. α) «κολλοειδή συστήματα» ή, απλώς, «κολλοειδής»
χημ. κατηγορία ετερογενών συστημάτων τών οποίων η διεσπαρμένη ουσία συνίσταται από λεπτά τεμαχίδια διαστάσεων μεταξύ 10-7 και 10-3 εκατοστομέτρων, μπορεί να είναι αέρια, υγρή ή στερεά και είναι ομοιόμορφα κατανεμημένη σε αέριο, υγρό ή στερεό μέσο διασποράς
β) α. «κολλοειδής εκφύλιση»
ιατρ. μετατροπή της θεμέλιας ουσίας του συνδετικού ιστού σε λευκωματοειδή ουσία που μοιάζει με βλεννίνη από την οποία διαφέρει χάρη στην ανθεκτικότητά της στα οξέα και τα αλκάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colloϊde < αγγλ. colloid < coll(o)- (< κόλλα) + -oid (< μσν. γαλλ. -oide και λατ. -oϊdes < -ειδής < εἶδος.