κολποκήλη

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

η
ιατρ. πρόπτωση του κόλπου (α. «πρόσθια κολποκήλη» — κυστεοκήλη
β. «οπίσθια κολποκήλη» — ορθοκήλη).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colpocele < colpo- (< κόλπος) + cele (< λατ. cele < κήλη)].