ορθοκήλη

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. προβολή του πρόσθιου τοιχώματος του ορθού στον κόλπο της γυναίκας, που αποτελεί μορφή πρόπτωσης τών γεννητικών οργάνων της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθό «τελική μοίρα του κόλου η οποία καταλήγει στον πρωκτό» + κήλη.