κορυνομάχος

From LSJ
Revision as of 12:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυνομάχος Medium diacritics: κορυνομάχος Low diacritics: κορυνομάχος Capitals: ΚΟΡΥΝΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: korynomáchos Transliteration B: korynomachos Transliteration C: korynomachos Beta Code: korunoma/xos

English (LSJ)

A gloss on κορυνήτης, Hsch.

Greek Monolingual

κορυνομάχος, ὁ (Α)
αυτός που μάχεται με κορύνη, με ρόπαλο, ροπαλοφόρος πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + -μάχος (< μάχη), πρβλ. μονο-μάχος, ξιφο-μάχος].