κουλτούρα
From LSJ
Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune
Greek Monolingual
η
1. ο πνευματικός πολιτισμός, η πολιτιστική παράδοση, έντεχη ή και λαϊκή, ενός έθνους
2. πνευματική ανάπτυξη, καλλιέργεια, παιδεία, μόρφωση
3. (ειρωνικά) επιδεικτική παρουσίαση γνώσεων και εξεζητημένο ενδιαφέρον για πνευματικά και καλλιτεχνικά θέματα, διανοουμενισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. ιταλ. cultura < λατ. cultura «καλλιέργεια» < λατ. colo «καλλιεργώ, εργάζομαι»].