λειοτριβής

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191

German (Pape)

[Seite 24] ές, glatt zerrieben, od. sein zerrieben, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λειοτριβής: -ές, λείως τετριμμένος, λεῖος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.

French (Bailly abrégé)

[ῐ] ής, ές :
réduit en poudre fine, Diosc.
Étymologie: λεῖος, τρίβω.

Greek Monolingual

-ές (Α λειοτριβής, -ές)
αυτός που με την τριβή έχει μεταβληθεί σε σκόνη, κονιοποιημένος, ψιλοκοπανισμένος, ψιλοαλεσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. α-τριβής, εν-τριβής].