λιγνίνη

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

η
βοτ. αρωματική οργανική ουσία με πολύπλοκη δομή, η οποία διαποτίζει τις κυτταρικές μεμβράνες φυτικών κυττάρων που είναι γνωστά ως αποξυλωμένα ή λιγνοποιημένα κύτταρα και η οποία αποτελεί μαζί με την κυτταρίνη κύριο συστατικό του ξύλου, αλλ. ξυλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lignin < λατ. lignum «ξύλο»].