λιγνίνη

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82

Greek Monolingual

η
βοτ. αρωματική οργανική ουσία με πολύπλοκη δομή, η οποία διαποτίζει τις κυτταρικές μεμβράνες φυτικών κυττάρων που είναι γνωστά ως αποξυλωμένα ή λιγνοποιημένα κύτταρα και η οποία αποτελεί μαζί με την κυτταρίνη κύριο συστατικό του ξύλου, αλλ. ξυλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lignin < λατ. lignum «ξύλο»].