λιποβλέφαρος
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
German (Pape)
[Seite 51] von den Augenlidern, Augen verlassen, blind, κύκλος, Nonn. par. 9, 6.
Greek (Liddell-Scott)
λῐποβλέφᾰρος: -ον, ἄνευ βλεφάρων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 9. 1.
Greek Monolingual
λιποβλέφαρος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει βλέφαρα
2. ο αόμματος, ο τυφλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο-βλέφαρος, χαριτο-βλέφαρος].