μακροκατάληκτος

From LSJ
Revision as of 11:08, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροκατάληκτος Medium diacritics: μακροκατάληκτος Low diacritics: μακροκατάληκτος Capitals: ΜΑΚΡΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: makrokatálēktos Transliteration B: makrokatalēktos Transliteration C: makrokataliktos Beta Code: makrokata/lhktos

English (LSJ)

v. sub μακροκαταληκτέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM μακροκατάληκτος, -ον)
(για λέξη) αυτός που καταλήγει σε μακρά συλλαβή, αυτός που έχει τη λήγουσα μακρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + καταληκτός (< καταλήγω), πρβλ. ομοιοκατάληκτος].