μελαγχολώ

From LSJ
Revision as of 18:10, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

-έω (ΑM μελαγχολώ, -άω) μελάγχολος
νεοελλ.
1. πάσχω, κατέχομαι από δυσθυμία, από μελαγχολία
2. κάνω κάποιον μελαγχολικό, χαλώ τη διάθεση κάποιου
νεοελλ.-μσν.
είμαι ή γίνομαι βαρύθυμος, άκεφος
μσν.
εξοργίζομαι, αγανακτώ
αρχ.
κατέχομαι από μανία, μαίνομαι («μελαγχολᾱν δοκῶν ἅπασι τοῖς οἰκείοις», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάγχολος. Το αρχ. μελαγχολώ, -άω, στη Νέα Ελληνική έγινε μελαγχολώ, -έω κατά τα πολλά παρασύνθετα σε -έω, πρβλ. συνήγορος: συνηγορώ, -έω (νόμος Scaliger)].