μετεωροβάμων

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag

Menander, Monostichoi, 140

German (Pape)

[Seite 159] ον, in die Höhe gehend, leichtsinnig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροβάμων: ὁ ἀεροβάμων, ὁ ἔχων κοῦφον φρόνημα, Κωνστ. Μανασσ. Ἐρ. 3, 57.

Greek Monolingual

μετεωροβάμων, -ον (Μ)
αυτός που αεροβατεί, ανόητος, ελαφρόμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων, ουρανο-βάμων].