μετεωρίτης
From LSJ
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
Greek Monolingual
ο
1. αστρον. κάθε μεσοπλανητικό σωματίδιο ή αντικείμενο το οποίο επιζεί από την πτώση του στην επιφάνεια ενός πλανήτη ή δορυφόρου
2. φρ. «βροχή μετεωριτών»
αστρον. πτώση σμήνους μετεωριτών στην επιφάνεια της Γης διά μέσου της ατμόσφαιρας, αλλ. μετεωρικό ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρο + κατάλ. -ίτης (πρβλ. αιματ-ίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].