μιαροφαγία
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
English (LSJ)
ἡ, eating of abominable meats, LXX 4 Ma. 5.27.
German (Pape)
[Seite 182] ἡ, das Essen unreiner oder verunreinigenden Speisen, Sp.
Greek Monolingual
η (Α μιαροφαγία) μιαροφάγος
το να τρώει κανείς μιαρές, ακάθαρτες τροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. ωμο-φάγος.