μισγοδία
From LSJ
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
English (LSJ)
A v. μιξοδία. μισγόλας· θόρυβος, Hsch. μισγόνομος γῆ, public pasture-land, Id. μίσγω, v. μείγνυμι; cf. προσμίσγω.
German (Pape)
[Seite 189] ἡ, = μιξοδία, Hesych.
Greek Monolingual
μισγοδία και μισγοδίη, ἡ (Α)
μιξοδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίσγω + -οδία (< -οδός < ὁδός), πρβλ. κακ-οδία, περι-οδία].