μορφινομανία

From LSJ
Revision as of 07:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. εθισμός και εξάρτηση από τη μορφίνη, ακατανίκητο πάθος για τη μορφίνη, τυπική μορφή τοξικομανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morphinomanie (< μορφίνη + -μανία < -μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].