χριστοκτόνος

From LSJ
Revision as of 06:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47b)

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

German (Pape)

[Seite 1377] Christus tädtend, K. S.

Greek Monolingual

-ον, Α
εκκλ. αυτός που σκότωσε τον Χριστό, χριστοφόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω, σκοτώνω»), πρβλ. πατρο-κτόνος.