μονώροφος
From LSJ
ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me
Greek Monolingual
-η, -ο- (Μ μονώροφος, -ον)
αυτός που έχει έναν όροφο, ένα πάτωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + όροφος (πρβλ. πολυ-ώροφος). Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].