ἀρτιφαής

From LSJ
Revision as of 23:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιφᾰής Medium diacritics: ἀρτιφαής Low diacritics: αρτιφαής Capitals: ΑΡΤΙΦΑΗΣ
Transliteration A: artiphaḗs Transliteration B: artiphaēs Transliteration C: artifais Beta Code: a)rtifah/s

English (LSJ)

ές, A newly shining, μήνη Nonn.D.5.165.

German (Pape)

[Seite 362] ές, eben wieder erscheinend, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιφαής: -ές, ὁ ἄρτι ἀνακτησάμενος τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ, Νόνν. μετάφ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 88. ΙΙ. ἐπὶ τῆς σελήνης, ἡ ἄρτι ἀρξαμένη λάμπειν, μήνη ἀρτιφαὴς σέλας ὑγρὸν ἀποστίλβουσα ὁ αὐτ. Δ. 5. 165.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐφᾰής) -ές
1 que empieza a brillar μήνη Nonn.D.5.165, σελήνη Eutecnius C.Par.39.2, de la estrella de los Reyes Mayos, Gr.Naz.M.37.429A.
2 que empieza a ver la luz de un ciego curado, Nonn.Par.Eu.Io.9.17.

Greek Monolingual

ἀρτιφαής, -ές (AM)
αυτός που τώρα μόλις άρχισε να λάμπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -φαής < φάος (πρβλ. αμφιφαής)].