ἑτοιμοπειθής

From LSJ
Revision as of 11:12, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμοπειθής Medium diacritics: ἑτοιμοπειθής Low diacritics: ετοιμοπειθής Capitals: ΕΤΟΙΜΟΠΕΙΘΗΣ
Transliteration A: hetoimopeithḗs Transliteration B: hetoimopeithēs Transliteration C: etoimopeithis Beta Code: e(toimopeiqh/s

English (LSJ)

ές, A ready to obey, Hdn.Epim.38.

German (Pape)

[Seite 1052] ές, bereit zu gehorchen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμοπειθής: -ές, ἑτοίμως πειθόμενος, Ἡρῳδιαν. ἐπιμερισμ. σ. 38, ἔκδ. Boiss.

Greek Monolingual

ἑτοιμοπειθής, -ές (ΑΜ)
αυτός που πείθεται εύκολα, ο ευκολόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -πειθής (< πείθω), πρβλ. ευ-πειθής].