ἑτοιμοπειθής
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ές, A ready to obey, Hdn.Epim.38.
German (Pape)
[Seite 1052] ές, bereit zu gehorchen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμοπειθής: -ές, ἑτοίμως πειθόμενος, Ἡρῳδιαν. ἐπιμερισμ. σ. 38, ἔκδ. Boiss.
Greek Monolingual
ἑτοιμοπειθής, -ές (ΑΜ)
αυτός που πείθεται εύκολα, ο ευκολόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -πειθής (< πείθω), πρβλ. ευ-πειθής].