ἰσόχορδος

From LSJ
Revision as of 18:12, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόχορδος Medium diacritics: ἰσόχορδος Low diacritics: ισόχορδος Capitals: ΙΣΟΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: isóchordos Transliteration B: isochordos Transliteration C: isochordos Beta Code: i)so/xordos

English (LSJ)

ον, A with like strings, Hsch. s.v. ἀντίχορδα.

German (Pape)

[Seite 1268] mit gleichen Saiten, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόχορδος: -ον, ἔχων ὁμοίας χορδάς, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀντίχορδος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόχορδος, -ον)
αυτός που έχει ισάριθμες ή ισομήκεις χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. βαρύ-χορδος, ολιγό-χορδος].