ἱπποκόσμια
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
τά, A horse-trappings, Hsch. s.v. φάλαρα, Charis. p.549K., Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκόσμια: τά, κοσμήματα ἵππων, Ἡσύχ. ἐν λ. φάλαρα.
Greek Monolingual
ἱπποκόσμια, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κοσμήματα ίππων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κοσμιον (< κόσμος «στολισμός»), πρβλ. ημι-κόσμιον, κορο-κόσμιον.