ευθαλής

From LSJ
Revision as of 08:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source

Greek Monolingual

(I)
-ές (ΑΜ εὐθαλής, -ές)
αυτός που έχει πλούσια βλάστηση, ανάπτυξη, ο θαλερός (α. «τοῖς εὐθαλέσι τῶν δένδρων», Πλούτ.
β. «εβλάστησεν η κόρη... και ευθαλής», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθαλές
η θαλερότητα («τὸ εὐθαλὲς τῆς ψυχῆς», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. αμφι-θαλής].
(II)
εὐθαλής, -ές (Α)
(δωρ. τ.) εὐθηλής
ακμαίος, ανθηρός, άφθονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρησιμοποιείται αντί του ευθηλής και εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα θαλ- ή θηλ- του θ. θαλ- (πρβλ. ερι-θηλής, ευ-θηλής, νεο-θηλής)].