εὐχαλίνωτος

From LSJ
Revision as of 09:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχαλῑνωτος Medium diacritics: εὐχαλίνωτος Low diacritics: ευχαλίνωτος Capitals: ΕΥΧΑΛΙΝΩΤΟΣ
Transliteration A: euchalínōtos Transliteration B: euchalinōtos Transliteration C: efchalinotos Beta Code: eu)xali/nwtos

English (LSJ)

ον, (> χαλινόω) = εὐχάλινος (well-bridled), Hdn. Epim. 178.

German (Pape)

[Seite 1108] gut gezäumt, gut, leicht zu zäumen, Hdn. Epimer. p. 178, Erkl. von εὔφιμος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχᾰλίνωτος: -ον, (χαλῑνόω) ὁ καλῶς κεχαλινωμένος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 178.

Greek Monolingual

εὐχαλίνωτος, -ον (Α)
αυτός που συγκρατείται καλά, που είναι καλά χαλιναγωγημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χαλινωτος (< χαλινώ), πρβλ. α-χαλίνωτος, δυσ-χαλίνωτος].