ηχοβολώ

From LSJ
Revision as of 09:33, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source

Greek Monolingual

-άω
παράγω ήχο, αντηχώ, αντιλαλώ, ηχολογώ, αντιβουίζω («κι ηχοβολάει βροντόφωνα κατά το μαύρο κάστρο», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -βολώ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. αντι-βολώ, πυρο-βολώ].