ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
ἡμιδεής, -ὲς (Α)
1. ο κατά το ήμισυ γεμάτος, ελλιπής, μισογεμάτος
2. φρ. «ἐξ ἡμιδεοῡς» — κατά το ήμισυ
3. (αντί του ημιδαής) μισοκομμένος, μισοσχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -δεής (< δέω ή αμάρτυρο δέος «έλλειψη»), πρβλ. εν-δεής, κατα-δεής].