κατάσπιλος

From LSJ
Revision as of 13:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάσπῐλος Medium diacritics: κατάσπιλος Low diacritics: κατάσπιλος Capitals: ΚΑΤΑΣΠΙΛΟΣ
Transliteration A: katáspilos Transliteration B: kataspilos Transliteration C: kataspilos Beta Code: kata/spilos

English (LSJ)

ον, A blemished, βοῦς Porph. Abst.4.7.

German (Pape)

[Seite 1380] befleckt, Porphyr.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσπῐλος: -ον, σπίλων ἢ κηλίδων κατάπλεος, πλήρης, λίαν μεμολυσμένος, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψ. 4. 7.

Greek Monolingual

κατάσπιλος, -ον (Α)
γεμάτος κηλίδες, κηλιδωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σπιλος (< σπίλος «κηλίδα»), πρβλ. ά-σπιλος, υπό-σπιλος].