καρικός
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
Greek Monolingual
καρικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από την Καρία
2. ευτελής, αυτός που δεν έχει καμιά αξία
3. το ουδ. ως ουσ. πάπ. τὸ Καρικόν
καρική συνοικία στη Μέμφιδα
4. φρ. α) «καρικὸν ἔλαιον» — είδος αλοιφής (Ιπποκρ.)
β) «καρικὴ μοῡσα» — είδος επικήδειου άσματος, θρήνος, μοιρολόγι Πλάτ.)
γ) «καρικὰ αὐλήματα» — άσματα που ψάλλονταν με συνοδεία αυλοὺ σε συμπόσια (Αριστοφ.)
δ) «καρικὸν μέλος» — ρυθμός συγκείμενος από τροχαίο και ίαμβο (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κάρες + κατάλ. -ικός (πρβλ. ιων-ικός, φοινικ-ικός)].