λαδοπουλειό

From LSJ
Revision as of 14:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445

Greek Monolingual

το
μαγαζί λαδέμπορου, λαδάδικο, ελαιοπωλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάδι + -πουλειό (< πωλεῖον < πώλης < πωλῶ), με κώφωση του -ω- σε -ου-, καταβιβασμό του τόνου και συνίζηση (πρβλ. κρασο-πουλειό, κρεατο-πουλειό)].