λεπτοσκελής
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ές, A thin-shanked, Arist.PA684a10: Comp.-έστερος Id.HA505b16.
German (Pape)
[Seite 31] ές, dünnschenklig, mit dünnen Beinen, Arist. part. anim. 4, 8, compar., H. A. 2, 14.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτοσκελής: -ές, ἔχων λεπτὰ τὰ σκέλη, ἰσχνά, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 8, 4· - σκελέστερος ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 14, 3.
Greek Monolingual
λεπτοσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει λεπτά, ισχνά σκέλη («πολύποδες μᾶλλον καὶ λεπτοσκελέστεραι τῶν χερσαίων», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ-σκελής, ισο-σκελής].
Russian (Dvoretsky)
λεπτοσκελής: с тонкими ножками, тонконогий (σκολόπενδραι Arst.).