λαμπηδόνα
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM λαμπηδών, -όνος)
λάμψη, ακτινοβολία, στιλπνότητα («ἐνέπλησαν αὐγῆς σιδήρου καὶ λαμπηδόνος χαλκοῡ τὸ πεδίον», Πλούτ.)
νεοελλ.
μυθικό φυτό με θαυματουργές ιδιότητες το οποίο είναι αφανές κατά την ημέρα και φωτεινό κατά τη νύχτα
αρχ.
μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + εκφρ. επίθημα -ηδών (πρβλ. αλγ-ηδών, αχθ-ηδών)].