μελάνδειρος

From LSJ
Revision as of 15:16, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνδειρος Medium diacritics: μελάνδειρος Low diacritics: μελάνδειρος Capitals: ΜΕΛΑΝΔΕΙΡΟΣ
Transliteration A: melándeiros Transliteration B: melandeiros Transliteration C: melandeiros Beta Code: mela/ndeiros

English (LSJ)

ὁ, a small bird, Id.

German (Pape)

[Seite 119] ὁ, Schwarzkehlchen, ein Vogel, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μελάνδειρος: ὁ, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον μέλανα, πτηνόν τι, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μελάνδειρος, (Α)
αυτός που έχει μαύρο τράχηλο, μαυρολαίμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δειρή «δέρμα» (πρβλ. αιολό-δειρος, υψί-δειρος)].