μελάνδειρος
From LSJ
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
English (LSJ)
ὁ, a small bird, Id.
German (Pape)
[Seite 119] ὁ, Schwarzkehlchen, ein Vogel, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνδειρος: ὁ, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον μέλανα, πτηνόν τι, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μελάνδειρος, (Α)
αυτός που έχει μαύρο τράχηλο, μαυρολαίμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δειρή «δέρμα» (πρβλ. αιολό-δειρος, υψί-δειρος)].