ἱστάρχης
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
ου, ὁ,= ἱστωνάρχης, Ostr.1155.
Greek Monolingual
ἱστάρχης, ὁ (Α)
ο ιστωνάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι-άρχης, τελετ-άρχης].