ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Full diacritics: ἰσορρεπής | Medium diacritics: ἰσορρεπής | Low diacritics: ισορρεπής | Capitals: ΙΣΟΡΡΕΠΗΣ |
Transliteration A: isorrepḗs | Transliteration B: isorrepēs | Transliteration C: isorrepis | Beta Code: i)sorreph/s |
ές,= ἰσόρροπος, Nic.Th.646, Poet.de Herb.98.
ἰσορρεπής, -ές (ΑΜ)
ισορροπημένος, λογικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ρρεπής (< ρέπω με διπλασιασμό του αρκτικού ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), πρβλ. ετερο-ρρεπής, οξυ-ρρεπής].