ἰσορρεπής

From LSJ
Revision as of 16:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσορρεπής Medium diacritics: ἰσορρεπής Low diacritics: ισορρεπής Capitals: ΙΣΟΡΡΕΠΗΣ
Transliteration A: isorrepḗs Transliteration B: isorrepēs Transliteration C: isorrepis Beta Code: i)sorreph/s

English (LSJ)

ές,= ἰσόρροπος, Nic.Th.646, Poet.de Herb.98.

Greek Monolingual

ἰσορρεπής, -ές (ΑΜ)
ισορροπημένος, λογικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ρρεπής (< ρέπω με διπλασιασμό του αρκτικού ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), πρβλ. ετερο-ρρεπής, οξυ-ρρεπής].